αυλίζω

αυλίζω
-ισα, κλείνω στην αυλή, μαντρίζω· συνηθέστ. το μέσο αυλίζομαι -ίστηκα, επικοινωνώ με το δρόμο, με τα έξω από το σπίτι μου: Αυλίζομαι απ' τη μεριά της ανατολής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αὐλίζω — αὐλίζομαι lie in the pres subj act 1st sg αὐλίζομαι lie in the pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”